- πανδοκεύτρια
- παν-δοκεύτρια, ἡ, Gastwirtin
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πανδοκεύτρια — hostess fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανδοκεύτρια — ή, Α βλ. πανδοκευτής … Dictionary of Greek
πανδοκευτρίας — πανδοκευτρίᾱς , πανδοκεύτρια hostess fem acc pl πανδοκευτρίᾱς , πανδοκεύτρια hostess fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανδοκευτριῶν — πανδοκεύτρια hostess fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανδοκεύτριαι — πανδοκεύτρια hostess fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανδοκεύτριαν — πανδοκεύτρια hostess fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανδοκευτής — ό, θηλ. πανδοκεύτρια, Α [πανδοκεύω] 1. πανδοχέας, ξενοδόχος 2. το θηλ. ἡ πανδοκεύτρια μτφ. (για τη φάλαινα) αυτή που είναι έτοιμη να καταβροχθίσει τα πάντα … Dictionary of Greek
σκοροδοπανδοκευτριαρτόπωλις — ώλιδος, ἡ, Α (κωμική λ.) (στον Αριστοφ.) ξενοδόχος η οποία πωλούσε σκόρδα και ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόροδον + πανδοκεύτρια «ξενοδόχος» + ἀρτόπωλις] … Dictionary of Greek
φάλαινα — Θηλαστικά που απαρτίζουν την οικογένεια των φαλαινιδών, της τάξης των κητωδών. Είναι γνωστά διάφορα είδη, που ζουν κυρίως στις ψυχρές αρκτικές και ανταρκτικές θάλασσες. Έχουν χοντρό σχήμα, προπάντων στο μπροστινό τμήμα τους, εξαιτίας του… … Dictionary of Greek